- ὕπαμβλυς
- ὕπαμβλυς, υ,A blunt, v. l. for foreg. (q. v.), dub. l. in Phld.Acad.Ind. p.95 M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ύπαμβλυς — υ, Α (πιθ. αν.) ο μετρίως αμβλύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀμβλύς] … Dictionary of Greek
υπαμβλύτητα — η, Ν [ὕπαμβλυς] (σημειολ.) ήχος που παράγεται επικρουστικά σε περιοχές όπου υπάρχει πύκνωση ή συλλογή υγρού, όχι όμως σε βαθμό που να προκαλεί αμβλύτητα … Dictionary of Greek